Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροποσθία η [akroposθía] Ο25 : (ανατ.) το άκρο της πόσθης (του δέρματος του πέους) που καλύπτει τη βάλανο· ακροβυστία: Ο χαλινός της ακροποσθίας. Aφαίρεση της ακροποσθίας, περιτομή.
[λόγ. < αρχ. ἀκροποσθία]