Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ακράδαντος
1 item total
ακράδαντος -η -ο [akráδandos] Ε5 : (λόγ.) ακλόνητος: Aκράδαντη πίστη / πεποίθηση. ακράδαντα & (λόγ.) ακραδάντως ΕΠIΡΡ: Πιστεύει ~ ότι διάλεξε τον καλύτερο τρόπο.

[λόγ. < ελνστ. ἀκράδαντος· λόγ. < ελνστ. ἀκραδάντως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go