Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ακράδαντος -η -ο [akráδandos] Ε5 : (λόγ.) ακλόνητος: Aκράδαντη πίστη / πεποίθηση.
ακράδαντα & (λόγ.) ακραδάντως ΕΠIΡΡ: Πιστεύει ~ ότι διάλεξε τον καλύτερο τρόπο. [λόγ. < ελνστ. ἀκράδαντος· λόγ. < ελνστ. ἀκραδάντως]



