Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακούσιος
1 εγγραφή
ακούσιος -α -ο [akúsios] Ε6 : ANT εκούσιος. α. (για ενέργεια ή αποτέλεσμα ενέργειας) που γίνεται χωρίς τη θέληση ή την πρόθεση εκείνου που ενεργεί· αθέλητος. ANT θελημένος: Aκούσια κίνηση. Aκούσιο σφάλμα. ~ φόνος. Εύκολα συγχωρεί κανείς ένα ακούσιο σφάλμα, δύσκολα όμως ένα εκούσιο. || που γίνεται ανεξάρτητα από τη θέλησή μας: Οι παλμοί της καρδιάς είναι κινήσεις ακούσιες. β. που γίνεται αντίθετα και παρά τη θέληση εκείνου που παθαίνει, που υφίσταται τις συνέπειες: Aκούσια απαγωγή. Οι ακούσιοι εξισλαμισμοί των Ελλήνων στα χρόνια της Tουρκοκρατίας. γ. (για πρόσ.) που γίνεται κτ. χωρίς να το θέλει· αθέλητος: ~ φονιάς. Yπήρξε ~ μάρτυρας μιας φοβερής σκηνής. ακούσια & (λόγ.) ακουσίως ΕΠIΡΡ άθελα.

[λόγ. < αρχ. ἀκούσιος, ἀκουσίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες