Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακουστός
1 εγγραφή
ακουστός -ή -ό [akustós] Ε1 : 1α.που ακούγεται, που μπορούμε να τον ακούμε: Φωνάζει για να γίνει ~ και στους τελευταίους ακροατές. Mια απαλή και μόλις ακουστή μουσική. β. που τον ακούμε, τον παραδεχόμαστε· αποδεκτός, παραδεκτός: Εύχομαι να γίνουν ακουστές οι προτάσεις σου. 2. που έχει ακουστεί, που είναι γνωστός σε πολλούς για κάτι καλό· που έχει καλή φήμη, ξακουστός: Ήταν ~ μεταξύ των συναδέλφων του για την ακριβοδίκαιη κρίση του. Tο μοναστήρι ήταν ακουστό για τις πολύτιμες εικόνες του. ακουστά ΕΠIΡΡ στην έκφραση (τον / το) έχω ~: Tον είχα ~, αλλά ποτέ δεν έτυχε να γνωριστούμε από κοντά. Tο παραμύθι το ΄χω ~ από τον παππού μου.

[1: αρχ. ἀκουστός· 2: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες