Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακουαφόρτε η [akuafórte] Ο (άκλ.) : μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο, που χρησιμοποιεί νιτρικό ή άλλο οξύ, και έργο φτιαγμένο με αυτή τη μέθοδο.
[ιταλ. acquaforte]
- ακουαφόρτε το [akuafórte] Ο (άκλ.) : η κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος.
[ιταλ. acquaforte]