Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- ακολουθία 1 η [akoluθía] Ο25 : I1.αδιάσπαστη διαδοχή πραγμάτων, εννοιών, γεγονότων ή καταστάσεων, που γίνεται σύμφωνα με ορισμένη τάξη ή αρχές: H ~ των αριθμών. Διασπάται η ~ των σκέψεών μου. H ~ των μετασεισμικών δονήσεων ήταν η αναμενόμενη. Tα λόγια του δεν έχουν λογική ~, ειρμό. Δεν υπάρχει μια ~ στα επιχειρήματά του, συνέπεια. ANT ανακολουθία. 2. (γραμμ.) συντακτική συμφωνία των όρων μιας πρότασης: Στο σχήμα ανακολουθίας παραβιάζεται η συντακτική ~. II. (εκκλ.) ιεροτελεστία που ψάλλεται ή που διαβάζεται σύμφωνα με ορισμένο τυπικό· ιερή ακολουθία: H νεκρώσιμη ~. H ~ των Παθών / της Aναστάσεως. H ~ του όρθρου / του εσπερινού.
[λόγ.: Ι: ελνστ. ἀκολουθία (αρχ. σημ. δες ακολουθία 2)· ΙΙ: μσν. σημ.]
- ακολουθία 2 η : ομάδα ανθρώπων που ανήκουν στο στενό περιβάλλον κάποιου υψηλού κυρίως προσώπου και που τον συνοδεύουν στις μετακινήσεις του· συνοδεία2α.
[λόγ. < αρχ. ἀκολουθία]



