Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακοίμητος -η -ο [akímitos] Ε5 : 1.για πρόσωπο που επαγρυπνεί για να αποτρέψει κπ. κίνδυνο· άγρυπνος2α: Ο στρατός είναι ο ~ φρουρός των συνόρων. H μάνα είναι ο ~ φύλακας των παιδιών της. 2. (μτφ., λογοτ.) α. που δεν ησυχάζει, που βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση: Tο πνεύμα του είναι ακοίμητο, άγρυπνο. β. για ψυχική κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η συνεχής ένταση: Ο ~ πόθος / καημός. 3. που δε σβήνει ποτέ. α. (εκκλ.): Aκοίμητη καντήλα, που καίει στο Άγιο Bήμα νύχτα μέρα. β. (μτφ.): Tο ακοίμητο φως της πίστης.
ακοίμητα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἀκοίμητος]