Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακανθώδες
1 εγγραφή
ακανθώδης -ης -ες [akanθóδis] Ε11 : 1.(λόγ.) αγκαθωτός. 2. (μτφ.) που παρουσιάζει αιχμές, δύσκολα σημεία στα οποία πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, για να μη δημιουργηθούν αντιδράσεις: Aποφύγαμε να θίξουμε το ακανθώδες ζήτημα των οικονομικών μας απαιτήσεων. || ~ πορεία / δρόμος, διαδικασία που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, πολλά εμπόδια.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀκανθώδης· 2: σημδ. γαλλ. épineux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες