Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισιόδοξος
1 εγγραφή
αισιόδοξος -η -ο [esióδoksos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία. ANT απαισιόδοξος: ~ άνθρωπος. Aισιόδοξη διάθεση / ιδιοσυγκρασία / πρόβλεψη / άποψη. Ο γιατρός παραμένει ~ παρά την κρισιμότητα της καταστάσεως του αρρώστου. || (για τη φιλοσοφική αισιοδοξία): ~ φιλόσοφος / καλλιτέχνης. Aισιόδοξη ιδεολογία. αισιόδοξα ΕΠIΡΡ: Aτενίζει ~ τη ζωή / το μέλλον.

[λόγ. αίσι(ος) -ο- + δόξ(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες