Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιθάλη
1 εγγραφή
αιθάλη η [eθáli] Ο30 : 1.(λόγ.) η καπνιά. 2. είδος τεχνητού άνθρακα: Παρασκευή / παραγωγή / χρήσεις της αιθάλης.

[λόγ.: 1: αρχ. αἰθάλη· 2: σημδ. αγγλ. carbon black]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες