Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αιγοπρόβατα
1 item total
αιγοπρόβατα τα [eγopróvata] Ο40 : (λόγ.) τα γιδοπρόβατα.

[λόγ. αιγο- + πρόβατα μτφρδ. του λαϊκού γιδοπρόβατα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go