Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθεϊστής
1 εγγραφή
αθεϊστής ο [aθeistís] Ο7 θηλ. αθεΐστρια [aθeístria] Ο27 : αυτός που πιστεύει ή που υποστηρίζει αθεϊστικές θεωρίες· άθεος: Ο σοφιστής Πρωταγόρας και ο ~ Διαγόρας κατηγορήθηκαν για ασέβεια.

[λόγ. < γαλλ. athéiste < athé(isme) = αθε(ϊσμός) -iste = -ιστής· λόγ. αθεϊσ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες