Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθεϊσμός
1 εγγραφή
αθεϊσμός ο [aθeizmós] Ο17 : (φιλοσ.) αντίληψη που αρνείται την ύπαρξη του θεού· αθεΐα: Tάσεις αθεϊσμού.

[λόγ. < γαλλ. athéisme < athé(e) < αρχ. ἄθε(ος) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες