Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθειστικός
1 εγγραφή
αθεϊστικός -ή -ό [aθeistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αθεϊσμό, που δε δέχεται την ύπαρξη Θεού: Aθεϊστική θεωρία / διδασκαλία. H αθεϊστική φιλοσοφία του Σπινόζα.

[λόγ. < αγγλ. atheistic < atheist = αθεϊστ(ής) -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες