Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αθανασία η [aθanasía] Ο25 : 1.η ιδιότητα του αθάνατου1: H ~ είναι μία ανεκπλήρωτη επιθυμία του ανθρώπου. || (φιλοσ.): ~ της ψυχής, η ιδιότητα της ψυχής να εξακολουθεί να υπάρχει και μετά το θάνατο. 2. παντοτινή διατήρηση στη μνήμη των ανθρώπων: Οι ήρωες κερδίζουν την ~.
[λόγ. < αρχ. ἀθανασία]



