Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αετομάνα
1 εγγραφή
αετομάνα η [aetomána] Ο25α : (λαϊκότρ.) το θηλυκό του αετού· αετίνα.

[αετο- + μάνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες