Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αεροδιάδρομος ο [aeroδiáδromos] Ο19 : οριοθετημένος διάδρομος στην ατμόσφαιρα, μέσα στον οποίο η πτήση αεροσκαφών είναι απόλυτα ελεγχόμενη.
[λόγ. αερο- + διάδρομος μτφρδ. αγγλ. air corridor]



