Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιαπέραστος
1 εγγραφή
αδιαπέραστος -η -ο [aδiapérastos] Ε5 : 1.για υλικό το οποίο δεν επιτρέπει τη διείσδυση, το οποίο τίποτα δεν μπορεί να το διαπεράσει: ~ από νερό / από τις ηλιακές ακτίνες / από το φως. Δημιουργήθηκε ένα αδιαπέραστο στρώμα. Θώρακας ~ από τις σφαίρες, αλεξίσφαιρος. Ύφασμα αδιαπέραστο από το νερό, αδιάβροχο. Στέγη αδιαπέραστη από τη βροχή, στεγανή. || Tο ποτάμι είναι αδιαπέραστο, αδιάβατο. 2. με υπερβολή, για να δηλώσει την πολύ μεγάλη πυκνότητα: Aδιαπέραστο δάσος. Aδιαπέραστη ομίχλη / καταχνιά. || (μτφ.): Aδιαπέραστο μυστήριο, ανεξιχνίαστο. αδιαπέραστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 διαπερασ- (διαπερνώ) -τος μτφρδ. γαλλ. impénétrable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες