Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάσπαστος
1 εγγραφή
αδιάσπαστος -η -ο [aδiáspastos] Ε5 : που δεν έχει διασπαστεί ή που δεν μπορεί να διασπαστεί, που δεν έχει τοπικά ή χρονικά κενά· συνεχής, σταθερός: Aδιάσπαστη αμυντική γραμμή / πολιτιστική συνέχεια / συνοχή / παράδοση / φιλία / προσοχή / ενότητα. αδιάσπαστα ΕΠIΡΡ: Ελευθερία και δημοκρατία, δύο έννοιες ~ ενωμένες.

[λόγ. < αρχ. ἀδιάσπαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες