Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιάσπαστος -η -ο [aδiáspastos] Ε5 : που δεν έχει διασπαστεί ή που δεν μπορεί να διασπαστεί, που δεν έχει τοπικά ή χρονικά κενά· συνεχής, σταθερός: Aδιάσπαστη αμυντική γραμμή / πολιτιστική συνέχεια / συνοχή / παράδοση / φιλία / προσοχή / ενότητα.
αδιάσπαστα ΕΠIΡΡ: Ελευθερία και δημοκρατία, δύο έννοιες ~ ενωμένες. [λόγ. < αρχ. ἀδιάσπαστος]