Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιάβροχος -η -ο [aδiávroxos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν το διαπερνά το νερό ή άλλο υγρό: Οι σκηνές κατασκευάζονται από αδιάβροχα υφάσματα / είναι αδιάβροχες. Aδιάβροχη συσκευασία. || Aδιάβροχο ρολόι, που δεν καταστρέφεται όταν βυθιστεί σε νερό. 2. (ως ουσ.) το αδιάβροχο, είδος πανωφοριού από αδιαβροχοποιημένο ύφασμα ή από άλλο αδιάβροχο υλικό, που προστατεύει από τη βροχή.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀδιάβροχος· 2: σημδ. γαλλ. imperméable]