Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδέξιος
1 εγγραφή
αδέξιος -α -ο [aδéksios] Ε6 : ANT επιδέξιος. 1. για κπ. που δεν έχει την ικανότητα με σωστά υπολογισμένες κινήσεις να κατασκευάσει ή να εκτελέσει σωστά κτ.: Είναι ~ όπως όλοι οι αρχάριοι τεχνίτες / οδηγοί. || Tα χέρια του είναι αδέξια. Είναι ένας μουσικός που το παίξιμό του / οι κινήσεις του είναι εντελώς αδέξιες. 2. για κπ. που αντιμετωπίζει λεπτές ή δύσκολες καταστάσεις με αμηχανία, χωρίς την απαιτούμενη άνεση και ευελιξία: Είναι ένας ~ συνομιλητής / διαπραγματευτής, που δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματα που είχε. Είναι πολύ ~ μπροστά στις γυναίκες. || Ο χειρισμός της υπόθεσης από μέρους σου ήταν τουλάχιστον ~. αδέξια ΕΠIΡΡ: Γράφει / ζωγραφίζει / συμπεριφέρεται ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀδέξιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες