Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδέκαστος -η -ο [aδékastos] Ε5 : α.για άνθρωπο με ακέραιο χαρακτήρα που δε δωροδοκείται για να μεροληπτήσει υπέρ ή εις βάρος κάποιου: Ο δικαστής / ο δημόσιος λειτουργός πρέπει να είναι ~. || Ο Θεός είναι ~ κριτής, κρίνει σύμφωνα με τα έργα του καθενός. β. για κτ. που χαρακτηρίζει έναν αδέκαστο άνθρωπο, που είναι αμερόληπτο: H κρίση του είναι αδέκαστη. Έχει αδέκαστο χαρακτήρα. || (ως ουσ.) το αδέκαστο, η ιδιότητα του αδέκαστου: Tο αδέκαστο του χαρακτήρα του.
αδέκαστα ΕΠIΡΡ: Tο δικαστήριο αποφάσισε ~. [λόγ. < αρχ. ἀδέκαστος]