Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αγιάζι
1 item total
αγιάζι το [ajázi] Ο44α : 1.υγρασία που συνοδεύεται από διαπεραστικό κρύο: Tουρτούριζε από το πρωινό ~. Tο ~ της νύχτας. 2. πάχνη: Tο ~ έκαψε τις τριανταφυλλιές.

[τουρκ. ayaz ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go