Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγαρεύω [aŋgarévo] -ομαι Ρ5.2 : επιβάλλω σε κπ. αναγκαστική και άμισθη εργασία: Aγγάρεψαν μερικούς χωριανούς, για να καθαρίσουν τους δρόμους από τα χιόνια. || ζητώ από κπ. μια εξυπηρέτηση: Θα σε αγγαρέψω να μου γράψεις μια αίτηση.
[ελνστ. ἀγγαρεύω (ανατολ. προέλ.)]