Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλλίαση
1 εγγραφή
αγαλλίαση η [aγalíasi] Ο33 : μεγάλη χαρά, ψυχική ευφορία· αγάλλιασμα, ευφροσύνη: H χαρά και η ~ των παιδιών στις γιορτές είναι απερίγραπτη. Mε ~ και αισιοδοξία ατενίζει το μέλλον.

[λόγ. < ελνστ. ἀγαλλία(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες