Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγέρωχος -η -ο [ajéroxos] Ε5 : υπερήφανος·: Aγέρωχο ύφος. || υπερόπτης, ακατάδεχτος·, που φέρεται περιφρονητικά στους άλλους.
αγέρωχα ΕΠIΡΡ: Οι στρατιώτες βάδιζαν ~. [λόγ. < αρχ. ἀγέρωχος]