Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αβανταδόρος
1 item total
αβανταδόρος ο [avandaδóros] Ο18 θηλ. αβανταδόρισσα [avandaδórisa] Ο27α : 1α.παίχτης τυχερού παιχνιδιού σε λέσχη ή καζίνο που παίζει με χρήματα της επιχείρησης, για να προσελκύσει άλλους παίχτες. β. αυτός που δήθεν αγοράζει από μικροπωλητή, για να προσελκύσει πελάτες· κράχτης. 2. (προφ.) αυτός που κάνει αβάντες ή ζει από αυτές.

[αβάντ(α) -αδόρος· αβανταδόρ(ος) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go