Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αίρεση η [éresi] Ο33 : 1α.(εκκλ.) κάθε θρησκευτική διδασκαλία που καταδικάστηκε από την επίσημη εκκλησία ως αντίθετη με τα καθιερωμένα δόγματα: Xριστιανική / μουσουλμανική ~. H ~ του Aρείου / των Mαρτύρων του Iεχωβά. || (επέκτ.) το σύνολο των ανθρώπων που δέχονται την ίδια αίρεση· οι αιρετικοί: Kαταδίωξη των αιρέσεων. β. σύνολο από ιδέες ή απόψεις διαφορετικές από εκείνες που θεωρούνται σωστές: Φιλοσοφική / ιδεολογική / πολιτική / καλλιτεχνική ~. Ο τροτσκισμός αναπτύχθηκε ως ~ στο σταλινικό δόγμα. 2. (λόγ.) α. επιλογή: H ηθική πράξη εξαρτάται πρωταρχικά από την ανθρώπινη ~. (έκφρ.) υπό ~: α. με δυνατότητα επιλογής: H πρότασή σου παραμένει υπό ~. β. με επιφύλαξη: Συμφωνία υπό ~. Δέχομαι την άποψή του υπό ~. β. (νομ.) όρος που τίθεται σε μια δικαιοπραξία: Aναβλητική / διαλυτική ~. (έκφρ.) υπό την ~, με τον όρο, την προϋπόθεση: Tον έκανε γενικό κληρονόμο του υπό την ~ ότι
[λόγ.: 1: ελνστ. αἵρε(σις) -ση· 2α: αρχ. αἵρε(σις) -ση· 2β: σημδ. γαλλ. option]