Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αέρινη
1 item total
αέρινος -η -ο [aérinos] & αγέρινος -η -ο [ajérinos] Ε5 : 1.που μοιάζει με τον αέρα1, που έχει κάποια από τις ιδιότητές του· σχεδόν άυλος, διαφανής, ελαφρός, λεπτός: Aέρινες σκιές. Aέρινο κορμί. ~ κι άπιαστος σαν καπνός. Aέρινο νυφικό πέπλο. Aέρινα υφάσματα, μουσελίνες και μετάξια. Στο βάθος του ορίζοντα ξεχώριζαν ανάλαφρες κι αέρινες οι γραμμές των βουνών. 2. αεράτος: Είχε τρόπους λεπτούς, αέρινους. Aέρινες κινήσεις.

[λόγ. < αρχ. ἀέρινος· ανάπτ. μεσοφ. [γ] κατά το αέρας > αγέρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go