Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ίντριγκα
2 εγγραφές [1 - 2]
ίντριγκα η [índriga & íntriga] Ο27α : μηχανορραφία, δολοπλοκία.

[ιντριγκ(άρω) (αναδρ. σχημ.)]

ιντριγκάρω [indrigáro & intrigáro] Ρ6α : (προφ.) μηχανορραφώ.

[ιταλ. intrigar(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες