Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ίαση
1 εγγραφή
ίαση η [íasi] Ο33 : (λόγ., ιατρ.) θεραπεία, αποθεραπεία.

[λόγ. < αρχ. ἴα(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες