Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: έχει
1 item total
έχει το [éxi] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) η περιουσία, το βιος, συνήθ. με κτητική αντωνυμία: Σκόρπισε το ~ του στις ασωτίες.

[μσν. το έχειν ουσιαστικοπ. απαρέμφ. < αρχ. ἔχω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go