Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- έχει το [éxi] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) η περιουσία, το βιος, συνήθ. με κτητική αντωνυμία: Σκόρπισε το ~ του στις ασωτίες.
[μσν. το έχειν ουσιαστικοπ. απαρέμφ. < αρχ. ἔχω]



