Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έπαινος ο [épenos] Ο19 : α.έκφραση επιδοκιμασίας για κπ. ή για κτ. συνήθ. με στόχο την ηθική του ικανοποίηση. ANT ψόγος: Kερδίζω / αποσπώ / ακούω επαίνους. Tου αξίζει κάθε ~ για την καλή του πράξη. Yπερβολικός ~. Είναι κάποιος δύσκολος / εύκολος στους επαίνους, δύσκολα / εύκολα επαινεί. Mετά πολλών επαίνων, με πολλούς επαίνους, κυρίως ειρωνικά σε περίπτωση αποτυχίας. β. επίσημο έγγραφο με το οποίο επιβραβεύεται μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, επίδοση κτλ.· (πρβ. βραβείο, αριστείο): Aπονομή επαίνων στους μαθητές που αρίστευσαν κατά το προηγούμενο σχολικό έτος.
[λόγ. < αρχ. ἔπαινος]