Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έξαρχος ο [éksarxos] Ο19 : 1.(εκκλ.) τίτλος πατριάρχη ή μητροπολίτη, που έχει ειδικές εξουσίες σε ορισμένη περιοχή, ή κληρικού, που βρίσκεται σε ειδική αποστολή: Πατριάρχης Aλεξανδρείας και ~ πάσης Aφρικής. || Ο ~ της Bουλγαρίας, ο επικεφαλής της βουλγαρικής εκκλησίας την περίοδο που είχε κηρυχθεί σχισματική από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 2. (ιστ.) βυζαντινός αξιωματούχος, διοικητής εξαρχάτου.
[λόγ. < ελνστ. ἔξαρχος `στρατιωτικός διοικητής, ανώτατος των ιερέων΄, αρχ. σημ.: `αρχηγός χορού΄]