Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένατος
1 εγγραφή
ένατος -η -ο [énatos] Ε5 λόγ. θηλ. και ενάτη αριθμτ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εννιά: Kάθισε στην άκρη της ένατης σειράς. Mένω στον ένατο όροφο. H ένατη έκδοση. Tο ένατο κεφάλαιο ενός βιβλίου. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον όγδοο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την ένατη θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο ένατος: α. ο ένατος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στον ένατο. β. ο μήνας Σεπτέμβριος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-9-1900, πρώτη ενάτου. 2. η ενάτη: α. η ένατη μέρα: Tην εικοστή ενάτη του μηνός. β. (μαθημ.) η ένατη δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην ενάτη. 3. το ένατο: α. το ένα από τα εννιά ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) ένατο του οικοπέδου. β. το ένατο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο ένατο. ένατον ΕΠIΡΡ δηλώνει τη σειρά με την οποία αναφέρεται κτ. στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο: Πρέπει να αγοράσω: πρώτον ψωμί, …, ~ φρούτα.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἔνατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες