Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έμπλαστρο
1 εγγραφή
έμπλαστρο το [émblastro] Ο42 : φαρμακευτικό παρασκεύασμα (ύφασμα επιχρισμένο με φαρμακευτικές ουσίες), το οποίο επικολλάται σε πάσχοντα μέρη του σώματος επάνω στο δέρμα, συνήθ. για να καταπραΰνει πόνους.

[ελνστ. ἔμπλαστρος ἡ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες