Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άτολμος -η -ο [átolmos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που διστάζει ή που αποφεύγει να κάνει κτ. επικίνδυνο· δειλός, διστακτικός: ~ επιχειρηματίας / πολιτικός. β. (για ενέργεια) που γίνεται με τρόπο που δείχνει έλλειψη τόλμης: Άτολμη επίθεση / απάντηση. Άτολμο σχέδιο.
άτολμα ΕΠIΡΡ διστακτικά, δειλά, φοβισμένα. [λόγ. < αρχ. ἄτολμος]