Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άστατο
2 εγγραφές [1 - 2]
άστατο το [ástato] Ο40 (χωρίς πληθ.) : αμέταλλο ραδιενεργό χημικό στοιχείο.

[λόγ. < αγγλ. astatine < αρχ. ἄστατος, -ον με αποβ. του αγγλ. επιθήματος]

άστατος -η -ο [ástatos] Ε5 : ANT σταθερός. 1. για κπ. που πολύ εύκολα και επιπόλαια αλλάζει γνώμες και συναισθήματα: Είναι πολύ άστατη στον έρωτα. Έχει άστατο χαρακτήρα, ευμετάβολο. 2. για κτ. που παρουσιάζει συχνές μεταβολές: Σύμφωνα με την ανακοίνωση της μετεωρολογικής υπηρεσίας ο καιρός θα είναι ~, ευμετάβλητος. Θα επικρατήσουν άστατες καιρικές συνθήκες. άστατα ΕΠIΡΡ.

[ελνστ. ἄστατος, αρχ. σημ.: `σε συνεχή κίνηση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες