Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσμα το [ázma] Ο48 : α.(λόγ.) τραγούδι. ΦΡ κύκνειο(ν)* ~. || (ειρ.) για τραγούδι χαμηλού καλλιτεχνικού επιπέδου: Tο ραδιόφωνο έπαιζε στη διαπασών διάφορα λαϊκά άσματα. β. ύμνος, ψαλμός. γ. υποδιαίρεση ποιητικού έργου: H «Θεία Kωμωδία» του Δάντη υποδιαιρείται σε άσματα.
[λόγ. < αρχ. ᾆσμα]
- ασμάλτωτος -η -ο [azmáltotos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν καλύψει με στρώμα σμάλτου.
[α- 1 σμαλτώ(νω) -τος]
- ασματικός -ή -ό [azmatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο άσμα.
[λόγ. < μσν. ασματικός < ασματ- (άσμα) -ικός]