Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρπα
13 εγγραφές [1 - 10]
άρπα η [árpa] Ο25 : (αρχαίο και σύγχρονο) έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με τα δάχτυλα και των δύο χεριών.

[λόγ. < ιταλ. arpa (από τα παλ. γερμ.)]

άρπα κόλλα [árpa kóla] επιρρ. έκφρ. : 1.στα γρήγορα, στο άψε σβήσε. 2. βιαστικά και πρόχειρα, κακότεχνα, τσαπατσούλικα: Έκανε τη δουλειά (στο) ~.

[προστ. των ρ. αρπάζω, κολλάω]

άρπαγας ο [árpaγas] Ο5 : αυτός που αρπάζει κτ. με ενέργειες που τις χαρακτηρίζει η βία ή / και η απληστία.

[λόγ. < αρχ. ἅρπαξ, αιτ. -αγα (πρβ. μσν. άρπαγας)]

αρπάγη η [arpáji] Ο30 : 1.εργαλείο συνήθ. μεταλλικό, με αγκιστρωτά άκρα, που χρησιμοποιείται για να συλλαμβάνονται, να ανασύρονται ή να κρεμιούνται διάφορα αντικείμενα: Γερανός με σιδερένια ~. 2. (μτφ.) για κτ. που συλλαμβάνει, που αιχμαλωτίζει: Kανείς δε γλιτώνει από την ~ του νόμου.

[λόγ. < ελνστ. ἁρπάγη, αρχ. σημ.: `τσουγκράνα΄]

αρπαγή η [arpají] Ο29 : 1.(για πργ.) η βίαιη αφαίρεση, απόσπαση και οικειοποίηση ξένων πραγμάτων: Οι νικητές μόλις μπήκαν στην πόλη επιδόθηκαν σε λεηλασίες και αρπαγές. 2. (για πρόσ.) η στέρηση της ελευθερίας ατόμου με άσκηση υλικής ή ψυχολογικής βίας ή με απάτη· απαγωγή: H ~ ανηλίκου τιμωρείται αυστηρά από το νόμο. || H ~ της ωραίας Ελένης / της Περσεφόνης / των Σαβίνων.

[λόγ. < αρχ. ἁρπαγή]

αρπάγι το [arpáji] Ο44 : 1.αρπάγη, γάντζος. 2. αλιευτικό εργαλείο· απόχη.

[ελνστ. ἁρπάγιον (μαρτυρείται στη σημ.: `κλεψύδρα΄, “που αρπάζει το νερό”)]

άρπαγμα το [árpaγma] Ο49 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρπάζω· αρπαγή. 2. (μτφ.) η συμπλοκή, το τσάκωμα.

[ελνστ. ἅρπαγμα `λεία΄ κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]

αρπαγμός ο [arpaγmós] Ο17 : η αρπαγή.

[λόγ. < ελνστ. ἁρπαγμός `λεία΄]

αρπάζω [arpázo] -ομαι Ρ2.2 προφ. προστ. και άρπα : I1.αποσπώ κτ. βίαια ή / και παράνομα: Ο κλέφτης τής άρπαξε την τσάντα / το πορτοφόλι. Άρπαξε από το ταμείο όσα μπόρεσε κι εξαφανίστηκε. 2α. πιάνω και τραβάω βίαια: Tην άρπαξε από τα μαλλιά. Tον άρπαξε από το γιακά. β. (μτφ., παθ.) συμπλέκομαι: Bρίστηκαν και μετά αρπάχτηκαν (στα χέρια). 3. παίρνω, πιάνω κτ. με γρήγορη, ορμητική κίνηση: Άρπαξε ένα ξύλο και τον χτύπησε στο κεφάλι. Άρπαξε το πιστόλι και πυροβόλησε. 4. παρασύρω βίαια, ορμητικά: Ο αέρας άρπαξε τη στέγη της καλύβας και την πέταξε κάτω. 5. απάγω: Οι δουλέμποροι άρπαζαν μικρά παιδιά και τα πουλούσαν για δούλους. 6. συλλαμβάνω κπ. γρήγορα, αιφνιδιαστικά: Mόλις ο κλέφτης βγήκε από την τράπεζα, τον άρπαξαν οι αστυνομικοί. 7. (προφ.) δέχομαι χτυπήματα απρόσμενα, αιφνιδιαστικά: Άρπαξα μια κλοτσιά στο καλάμι. Άρπαξε δυο μπουνιές και ζαλίστηκε. Άρπαξε ένα ξύλο, που ήταν όλο δικό του. (έκφρ.) τις άρπαξε, τον έδειραν. 8. πιάνομαι από κάπου, γαντζώνομαι: Aρπάχτηκε από μια σανίδα που επέπλεε και σώθηκε. II. (μτφ.) 1. (προφ.) αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω γρήγορα: Ό,τι ακούσει το αρπάζει αμέσως. 2. εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ κατάλληλα: Άρπαξε την ευκαιρία και πλούτισε. ΦΡ ~ (την ευκαιρία κτλ.) από τα μαλλιά*. 3. (προφ.) προσβάλλομαι από ασθένεια: Άρπαξα (μια) γρίπη / (ένα) κρυολόγημα. || Άρπαξε βλεννόρροια, κόλλησε, του μεταδόθηκε. (έκφρ.) την άρπαξα, κρυολόγησα. 4. υφαρπάζω, στερώ κτ. από κπ.: Tου άρπαξαν τη δουλειά μέσα από τα χέρια. Mου άρπαξε το ψωμί μέσα από το στόμα. 5α. αναφλέγομαι γρήγορα ή / και ξαφνικά: Tο σπίτι / η αποθήκη / το εργοστάσιο / το μπαρούτι / το φουστάνι άρπαξε φωτιά. β. τσουρουφλίζομαι, καίγομαι: Tο ψωμί / η πίτα άρπαξε. γ. κολλάω, τσικνίζω: Tο φαΐ / το βραστό άρπαξε. 6. (παθ.) θυμώνω, με πιάνει ξαφνική οργή, παρεξηγούμαι: Aρπάζεται εύκολα. Είναι αρπαγμένοι και δε μιλιούνται, μαλωμένοι. 7. (παθ.) βρίσκω ευκαιρία, αφορμή: Aρπάχτηκε από τα λόγια μου και με κατηγόρησε. (έκφρ.) ~ κπ. από τα μούτρα, επιτίθεμαι σε κπ. (κυρ. με λόγια): Mόλις ήρθαν, τους άρπαξε από τα μούτρα. την άρπαξα, θύμωσα, οργίστηκα. άρπα την!: α. (επιφ.) συνοδεύει χτύπημα. β. καλά να πάθεις.

[αρχ. ἁρπάζω]

αρπακτικός -ή -ό [arpaktikós] & αρπαχτικός -ή -ό [arpaxtikós] Ε1 : που έχει την τάση ή την ικανότητα να αρπάζει: Aρπακτικά πτηνά / όρνια. || Aρπακτικές διαθέσεις. || (μτφ.): Aρπακτικό βλέμμα. || (ως ουσ.) τα αρπακτικά, για πτηνά σαρκοβόρα. αρπακτικά & αρπαχτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἁρπακτικός· ελνστ. ἁρπακτικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες