Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άργυρος ο [árjiros] Ο19 : 1.χημικό στοιχείο. 2. το πολύτιμο μέταλλο ασήμι.
[λόγ. < αρχ. ἄργυρος]
- αργυρός -ή -ό [arjirós] Ε1 : 1.που είναι κατασκευασμένος από ασήμι· ασημένιος: Ο αθλητής που έρχεται δεύτερος παίρνει ένα αργυρό μετάλλιο. (έκφρ.) αργυροί γάμοι*. αργυρή επέτειος*. 2. (μτφ.) που μοιάζει με άργυρο, που έχει το χρώμα του: Aργυρό φεγγάρι.
[μσν. αργυρός < αρχ. ἀργυρ(οῦς) μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ.]