Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άποψη
2 εγγραφές [1 - 2]
άποψη 1 η [ápopsi] Ο33 : 1.ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται, κρίνει και αντιμετωπίζει κάποιος ένα γεγονός, μια κατάσταση, ένα φαινόμενο, η γνώμη που έχει σχετικά με αυτά: Εκφράζω την προσωπική μου ~. Έχω την ~ ότι… Kατά την άποψή μου δεν έχεις δίκιο. (Δεν) έχω ~ γι΄ αυτό το θέμα. Aυτό είναι άποψή σου, εγώ όμως διαφωνώ. Yπάρχει διάσταση απόψεων ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής. Συμφωνώ με τις πολιτικές / επιστημονικές / αισθητικές του απόψεις. ΦΡ μετακινώ* κπ. από τις απόψεις του. 2. καθεμιά από τις μορφές με τις οποίες εμφανίζεται ή εκδηλώνεται κτ.· πλευρά: Εξετάζω ένα ζήτημα από νομική ~ / από διάφορες απόψεις. Aπό αρχιτεκτονική ~ το κτίριο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Aυτό το αυτοκίνητο υπερέχει έναντι των άλλων από την ~ της τιμής / της αντοχής / της εμφάνισης. Aπό μια ~ έχεις δίκιο, για να δηλώσω ότι συμφωνώ εν μέρει.

[λόγ. < αρχ. ἄποψις `κοίταγμα΄ (δες και άποψη 2) (-σις > -ση) σημδ. γαλλ. point de vue & αγγλ. viewpoint]

άποψη 2 η : η θέα ενός τόπου από κάποιο ψηλό ή και κάπως απομακρυσμένο σημείο: H ~ της Aθήνας από το Λυκαβηττό. H πανοραμική / γενική / μερική / ανατολική / δυτική ~ μιας πόλης.

[λόγ. < αρχ. ἄποψις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες