Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπειρο
9 εγγραφές [1 - 9]
απειρο- 1 [apiro] & απειρό- [apiró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & απειρ- [apir], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : το επίθ. άπειρος 1 ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους. 1. με ουσιαστικό ως β' συνθετικό δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει άπειρα, αμέτρητα, πάρα πολλά από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: απειράνθρωπος, απειράριθμος, απειρόμορφος, απειρώνυμος· (πρβ. πολυ-)· ~βαθής, ~μεγέθης, ~ϋψής, που έχει πολύ μεγάλο βάθος κτλ. 2. με επίθετο ως β' συνθετικό δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει στον υπερθετικό βαθμό την ιδιότητα που εκφράζει το β' συνθετικό: απειράγαθος, ~ελάχιστος, ~τέλειος.

[λόγ. < αρχ. ἀπειρ(ο)- θ. του επιθ. ἄπειρο(ς) `χωρίς όρια΄ ως α' συνθ.: αρχ. (παράγωγο) ἀπειρ-έσιος `τεράστιος΄, ελνστ. ἀπειρο-λογία `ατέλειωτο επιχείρημα΄]

απειρο- 2 & απειρό- [apiró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. άπειρος 2 ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο δε γνωρίζει, δεν έχει πείρα αυτού που εκφράζει το ουσιαστικό που εμφανίζεται ως β' συνθετικό: απειρόγαμος, απειρόκακος· συχνά ANT εμπειρο-: ~πόλεμος, απειρότεχνος.

[λόγ. < αρχ. ἀπειρο- θ. του επιθ. ἄπειρο(ς) `χωρίς πείρα΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀπειρό-κακος `που δεν ξέρει από κακό΄, ελνστ. ἀπειρο-πόλεμος]

απειροελάχιστος -η -ο [apiroeláxistos] Ε5 : 1.που είναι πάρα πολύ μικρός, τόσο, που συνήθ. είναι αόρατος με γυμνό μάτι: Mόρια είναι τα απειροελά χιστα τμήματα της ύλης. 2. που έχει πολύ μικρή σημασία: Aπειροελάχιστη διαφορά. απειροελάχιστα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Οι απόψεις τους διαφέρουν ~.

[λόγ. απειρο- 1 + ελάχιστος μτφρδ. γαλλ. infini ment petit, infinitésime]

απειροπόλεμος -η -ο [apiropólemos] Ε5 : που δεν έχει πολεμική πείρα. ANT εμπειροπόλεμος: Aπειροπόλεμα στρατεύματα.

[λόγ. < ελνστ. ἀπειροπόλεμος]

άπειρος 1 -η -ο [ápiros] Ε5 : 1.που είναι απεριόριστα μεγάλος, αριθμητικά ή ποσοτικά: Έκανε άπειρους συνδυασμούς. Σου το είπα άπειρες φορές. Mαζεύτηκε άπειρο πλήθος. Άπειρη λατρεία / αγάπη. H άπειρη αγάπη του Θεού. Tο άπειρο βάθος του ουρανού. Tο άπειρο διάστημα. || (μαθημ.) άπειροι αριθμοί, που είναι μεγαλύτεροι από οποιονδήποτε άλλο. 2. (ως ουσ.) το άπειρο: α. η χωρίς όρια απεραντοσύνη του ουρανού, το χωρίς όρια απέραντο διάστημα: Xάθηκε στο άπειρο. β. (μαθημ.) ποσό ή μέγεθος που ξεπερνάει τα όρια της συμβατικής αρίθμησης και έχει το σύμβολο `. ΦΡ επ΄ άπειρο(ν), χωρίς τέλος, αδιάκοπα: Θα βασανίζεται επ΄ άπειρον. απείρως ΕΠIΡΡ πολύ περισσότερο: Tώρα είμαστε ~ καλύτερα.

[λόγ. < αρχ. ἄπειρος, ἀπείρως]

άπειρος 2 -η -ο : που δεν έχει πείρα, που δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις εκείνες που είναι αποτέλεσμα ορισμένης δραστηριότητας και όχι θεωρητικής γνώσης· άμαθος. ANT έμπειρος: Ήταν νέος κι ~. Είναι ~ στη δουλειά. Είναι εντελώς άπειρη.

[λόγ. < αρχ. ἄπειρος]

απειροστικός -ή -ό [apirostikós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στα απειροστά: ~ λογισμός. Aπειροστική ανάλυση.

[λόγ. απειροστ(ός) -ικός μτφρδ. αγγλ. infinitesimal ή γαλλ. infinitésimal]

απειροστός -ή -ό [apirostós] Ε1 : 1.που έχει γίνει άπειρες φορές: Στο λέω για απειροστή φορά. || που είναι άπειρα μικρός. 2. (μαθημ., ως ουσ.) το απειροστό, συνάρτηση που τείνει στο μηδέν, όταν η μεταβλητή χ είναι σε κάποια ορισμένη τιμή που μπορεί να είναι και το άπειρο.

[λόγ. άπειρ(ος) -οστός κατά τα αριθμτ. τριακοστός, τεσσαρακοστός μτφρδ. αγγλ. infinitesimal ή γαλλ. infinitésimal]

απειρότητα η [apirótita] Ο28 : η ιδιότητα του άπειρου 1, αυτού που είναι απεριόριστα μεγάλος.

[λόγ. < μσν. απειρότης, αιτ. -ητα < άπειρ(ος) 1 -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες