Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άξενος -η -ο [áksenos] Ε5 : που δεν προσελκύει τον επισκέπτη· αφιλόξενος. ANT φιλόξενος: ~ τόπος. Άξενη χώρα. || Άξενη ακτή, βραχώδης και επικίνδυνη.
[λόγ. < αρχ. ἄξενος]