Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άξενος
1 εγγραφή
άξενος -η -ο [áksenos] Ε5 : που δεν προσελκύει τον επισκέπτη· αφιλόξενος. ANT φιλόξενος: ~ τόπος. Άξενη χώρα. || Άξενη ακτή, βραχώδης και επικίνδυνη.

[λόγ. < αρχ. ἄξενος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες