Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άντζα
1 εγγραφή
άντζα η [ándza] Ο25α : (λαϊκότρ.) η γάμπα.

[μσν. άντζα < παλ. γερμ. *ankja ή μέσω του μσνλατ. *ancia, πρβ. γαλλ. anche]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες