Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνετο
2 εγγραφές [1 - 2]
ανέτοιμος -η -ο [anétimos] Ε5 : 1.που δεν είναι έτοιμος, απροετοίμαστος: Ο χειμώνας ήρθε ξαφνικά και μας βρήκε ανέτοιμους. 2. που δεν τέλειωσε, δεν ολοκληρώθηκε.

[λόγ. < ελνστ. ἀνέτοιμος]

άνετος -η -ο [ánetos] Ε5 : 1.που προσφέρει άνεση: Άνετο σπίτι. Άνετη κατοικία, ευρύχωρη, που επιτρέπει ελευθερία κινήσεων. || Άνετο ρούχο, που δεν είναι στενό ή επίσημο. || Άνετη στάση, ξεκούραστη. 2. που γίνεται με άνεση: Άνετη δουλειά, χωρίς κούραση. Άνετο ταξίδι, ευχάριστο, χωρίς ταλαιπωρία. Άνετη νίκη, εύκολη: Ο Ολυμπιακός πέτυχε άνετη νίκη επί του αντιπάλου. Άνετη ζωή, χωρίς οικονομικά κυρίως προβλήματα. 3. (για συμπεριφορά): Είναι ~ τύπος, ευχάριστος. Άνετοι τρόποι, ευχάριστη, οικεία συμπεριφορά: Kέρδισε τη συμπάθειά μας με τους άνετους τρόπους της. άνετα* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἄνετος `χαλαρός΄ σημδ. γαλλ. aisé & αγγλ. comfortable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες