Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άναυδος -η -ο
1 item total
άναυδος -η -ο [ánavδos] Ε5 : (για πρόσ.) που εξαιτίας της επιδράσεως ενός έντονου συναισθήματος δεν μπορεί προσωρινά να μιλήσει· άφωνος, άλαλος: Έμεινε ~ από έκπληξη / απορία / φόβο. Tο θράσος του με άφησε άναυδο.

[λόγ. < αρχ. ἄναυδος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go