Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άμπωτη η [ámboti] Ο32 : η μία από τις δύο φάσεις της παλίρροιας, κατά την οποία αρχίζει να υποχωρεί η στάθμη της θάλασσας· το τράβηγμα των νερών, η φυρονεριά. ANT πλημμυρίδα.
[λόγ. < αρχ. ἄμπωτ(ις) μεταπλ. -η για προσαρμ. στη δημοτ.]



