Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άλογος
1 item total
άλογος -η -ο [áloγos] Ε5 : (λόγ.) ANT έλλογος. 1. που δεν έχει λογικό: Όλα τα έμβια όντα, έλλογα και άλογα. 2. παράλογος: Άλογη ενέργεια / πράξη. άλογα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἄλογος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go