Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκτιστος
1 εγγραφή
άκτιστος -η -ο [áktistos] Ε5 : 1.(λόγ.) άχτιστος. 2. (θεολ.) που δεν έχει δημιουργηθεί, αδημιούργητος: Άκτιστες ενέργειες του Θεού. Άκτιστο φως, το λαμπρό φως που περιβάλλει τους ησυχαστές όταν βρίσκονται σε έκσταση.

[λόγ. < ελνστ. ἄκτιστος `αδημιούργητος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες